- υψηλός
- υψηλός, -ή, -ό και ψηλός, -ή, -ό και αψηλός, -ή, -όεπίρρ. -ά1. αυτός που έχει ύψος μεγαλύτερο από το κανονικό ή από άλλον με τον οποίο συγκρίνεται: Υψηλό ανάστημα.2. αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας, ορεινός: Υψηλή χώρα.3. (για ήχους), έντονος, οξύς: Υψηλή φωνή.4. μτφ., μεγάλος, μεγαλειώδης, υπέροχος, έξοχος, ηθικά ή πνευματικά ανώτερος: Υψηλές ιδέες.5. κοινωνικά εξαίρετος, ο ανώτερος από άλλους στην κοινωνική ιεραρχία: Υψηλό αξίωμα.6. αυτός που προέρχεται από βασιλική γενιά, βασιλικός, πριγκιπικός, αυλικός.7. το ουδ. ως ουσ., υψηλό ό,τι εξυψώνει την ψυχή και προξενεί μεγάλο εσωτερικό ενθουσιασμό με το μεγαλείο του ή τη συναισθηματική του δύναμη και την έξαρση των ιδεών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.